- προστυχόκοσμος
- ο, Νχυδαίος, αγενής κόσμος ή λαός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προστυχόκοσμος — ο χυδαία κοινωνία, ευτελείς άνθρωποι, τιποτένιος λαός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προστυχολογιά — η, Ν πλήθος χυδαίων ανθρώπων, προστυχόκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστυχος + λογιά (< λογία < λέγω «συλλέγω»), πρβλ. φτωχο λογιά (βλ. λ. λογία)] … Dictionary of Greek